Επαγγέλματα

Πατήστε στο βελάκι για λεπτομέρειες

Ασχολίες Κατοίκων

Ασχολίες Κατοίκων

Από τον περασμένο αιώνα (ίσως και πιο πριν) το μεγαλύτερο ποσοστό των κατοίκων ασχολείτο με την επεξεργασία της κατσικότριχας. Από το μαλλί αυτό φτιάχνατε δισάκια (Δισάκι : Δύο μικροί μάλλινοι σάκοι ενωμένοι μεταξύ τους σκοινί (ή λωρίδα μαλλιού) που τους κρεμούσαν στον ώμο η στο σαμάρι του αλόγου), τορβάδες (Τορβάς ή τουρβάς : Μικρός μάλλινος σάκος που κατασκεύαζαν και χρησιμοποιούσαν οι χωρικοί για να μεταφέρουν την τροφή τους ή την τροφή των ζώων), τσουβάλια και χαλιά. Σε κάθε σπίτι η νοικοκυρά έφτιαχνε και τη κλωστή.

Ενδιαφέρουσα η αναφορά που γίνεται από τον Γ. Παλαμιώτου (περιοδεύοντος γεωπόνου εν Μακεδονία) στο σύγγραμα ΓεωργικήέρευνατηςΜακεδονίας 1914 (Δυτικής & ΑνατολικήςΜακεδονίας) ΜελέτητηςΓεωργικήςΚατάστασηςτουΚτηνοτροφικούπλούτου, τωνδασών, τηςΒιομηχανικήςπαραγωγήςκατάΠεριφέρεια, ΕλληνικήΓεωργικήΕταιρία, 1914.

Πως γινόταν η κλωστή

Πως Γινόταν η κλωστή

Υπάρχει ένα σχοινί δεμένο στη μέση της νοικοκυράς. Με την κίνηση που κάνει προς τα πίσω η νοικοκυρά το σχοινί δίνει κίνηση στην φτερωτή. Η φτερωτή με τη σειρά της γυρίζει και μαζεύει το νήμα, που πλέκεται εκείνη την στιγμή. Έτσι λοιπόν η μόνη κίνηση που κάνει η νοικοκυρά είναι να πηγαίνει σιγά – σιγά προς τα πίσω ενώ συγχρόνως πλέκει ο μαλλί.

Ο στενόμακρος ισόγειος χώρος του σπιτιού εξυπηρετούσε την νοικοκυρά γιατί δεν ήταν ανάγκη να πηγαίνει συνεχώς μπρος – πίσω. Ίσως η ανάγκη, ο τρόπος επεξεργασία της κατσικότριχας να έπαιξε σημαντικό παράγοντα στην γενική μορφολογία των σπιτιών της περιοχής.

Εκτός από την επεξεργασία της κατσικότριχας οι κάτοικοι του χωριού είχαν και άλλες ασχολίες. Μερικοί από αυτούς για παράδειγμα το χειμώνα πήγαιναν στην Νιγρίτα και “παστάλιαζαν” το καπνό ή πήγαιναν σε πιο εύπορα μέρη ένα μήνα για το “θέρο” για να εξασφαλίσουν το “στάρι” της χρονιά γιατί στο χωριό δεν σπέρνανε.

Σιγά – σιγά όμως το μαλλί σταμάτησε να έχει ζήτηση που έχει πιο παλιά. Ο κυριότερος καταναλωτής του ήταν το ιππικό και τα ελαιοτριβεία (τσουβάλια) που με τον καιρό το μεν ιππικό εκφυλίστηκε τα δε ελαιοτριβεία εκσυγχρονίστηκα ή έβρισκαν άλλους προμηθευτές. Ήταν ανάγκη λοιπόν οι κάτοικοι να βρουν μια νέα ασχολία. Άρχισαν λοιπόν να φεύγουν ακόμα πιο μακριά για εργάτες στο Άγιο Όρος, εκεί δούλευαν σαν ξυλουργοί, αμπελουργοί, σκαφτιάδες ή στα ελαιοτριβεία.

Ακόμα άρχισαν να ασχολούνται όλο και περισσότερο με την επεξεργασία του καπνού, να δουλεύουν σε καπνομάγαζα στην Νιγρίτα αλλά και στον ίδιο τους τον τόπο ολόκληρη η οικογένεια μέσα στο σπίτι ασχολείτο με τον καπνό.

Στο ισόγειο χώρο του σπιτιού λοιπόν στην αρχή μαζεύονταν, δούλευαν τον καπνό και τραγουδούσαν τραγούδια απ’ όλα τα μέρη που είχαν πάει για να δουλέψουν. Πολλές φορές τα τραγούδια αυτά πρόσθεταν στίχους ή λέξεις του δικούς ους τόπος. Η πολλή διάρκεια (και το πολύ τραγούδι) έκανε τους Βερτισκιώτες, όπως οι ίδιοι λένε, να έχουν καλή φωνή και να τροφοδοτούν ακόμα και σήμερα όλη την Ελλάδα με ταλαντούχους τραγουδιστές.

Με τον καιρό οι κάτοικοι άρχισαν όλο και περισσότερο να ασχολούνται με τον καπνό και έγινε αυτή η κυριότερη ασχολία τους.

Η δουλειά λοιπόν να συστηματοποιείται περισσότερο και να γίνονται εργαστήρι και καπνομάγαζα. Εκεί μάλιστα ιδρύεται και το πρώτο σωματείο καπνεργατών 1926. Είναι τα χρόνια το χωριό απολαμβάνει την ευημερία τους.

Το 1928 γίνεται ηλεκτροφώτιση στο χωριό όταν την ίδια εποχή τα μεγαλύτερα χωριά όπως ο Λαγκαδά “ζουν ακόμα στο σκοτάδι”.

Στο χωριό υπήρχαν ακόμα δύο αλευρόμυλοι που άλεθαν περισσότερο καλαμπόκι και σίκαλη. Η οικονομική κρίση του 1931 πλήττει και το χωριό. Οι κάτοικοι δεν μπορούν να πληρώσουν το ρεύμα και “χάνουν το φως τους”.

Τα χρόνια περνούν, οι καιροί αλλάζουν, ανοίγουν δρόμοι, κυκλοφορούν αυτοκίνητα και η επεξεργασία του καπνού άρχισε να συγκεντρώνεται στα μεγάλα αστικά κέντρα. Τα μεγάλα εργοστάσια της πόλης παίρνουν όλη τη δουλειά από τα καπνοχώρια της περιοχής. Οι κάτοικοι αναγκάζονται πλέον να πάνε να δουλέψουν σ’ αυτά τα εργοστάσια σαν εργάτες και μετακομίζουν μαζί με τις οικογένειες τους στην πόλη.

Ακόμα και ο ίδιος ο τόπος είναι φτωχός και δεν μπορεί να δώσει δουλειά και τροφή στους καλλιεργητές. Υπάρχουν όπως αναφέραμε μόνο λίγα χωράφια τα οποία δεν ανίκανε σε κανέναν ιδιοκτήτη. Από αυτά τα χωράφια έσπερνε όσα προλάβαινα ο καθένας.

Πολλοί από τους κατοίκους από του Αγίου Δημητρίου και μετά πήγαιναν στις Σέρρες για δουλειά και το καλοκαίρι σε άλλα μέρη για το “θέρο”.

Έτσι λοιπόν σιγά – σιγά οι κάτοικοι άρχισαν να φεύγουν από το χωριό και να ψάχνουν μια καλύτερη τύχη στην πόλη.

Ενώ κάποτε (στις αρχές του αιώνα) ζούσαν στο χωριό πάνω από 2000 άτομα τώρα πλέον οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού δεν ξεπερνούν τους 30. Είναι δηλαδή ένα γερασμένο χωριό. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν παιδιά, το σχολείο έχει σταματήσει να λειτουργεί εδώ και πολλά χρόνια.


Επιλέξτε κείμενο εξώφυλλου και δείτε το περιεχόμενο

Μετάβαση στο περιεχόμενο